- μικροοργανισμός
- οφυτικός ή ζωικός οργανισμός που φαίνεται μόνο με μικροσκόπιο, το μικρόβιο: Εξέτασε στο μικροσκόπιο τους μικροοργανισμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροοργανισμός — ο το μικρόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microorganism. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροαερόβιος — ο (μικρβλ.) μικροοργανισμός ο οποίος αναπτύσσεται καλύτερα ή επιβιώνει με την παρουσία περιορισμένης ποσότητας μοριακού οξυγόνου … Dictionary of Greek
μικροαερόφιλος — ο (μικρβλ.) μικροοργανισμός ο οποίος επιβιώνει ή αναπτύσσεται καλύτερα με την παρουσία πολύ μικρής ποσότητας ελεύθερου οξυγόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microaerophile (βλ. μικρ[ο] )] … Dictionary of Greek
μικροζωάριο — το (θιολ.) μικροοργανισμός μικροσκοπικών διαστάσεων, ζωάριο απλούστατο στην οργανική του σύσταση … Dictionary of Greek
παθογόνος — ο 1. ιατρ. κάθε παράγοντας ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση (α. «παθογόνος μικροοργανισμός» β. «παθογόνος δράση τών μικροβίων») 2. φρ. α) «παθογόνος δύναμη» (μικρβλ.) ο βαθμός ικανότητας ενός παθογόνου μικροβίου ή ιού να προκαλέσει νόσο β)… … Dictionary of Greek
ρικέττσια — η, Ν (μικρβλ.) μονοκύτταρος μικροοργανισμός τής τάξης ρικεττσιώδη που ταξινομείται μαζί με τους ιούς στην ομάδα τών μικροτατοβιωτικών και είναι ενδιάμεσος, μεταξύ ιών και μικροβίων, ως προς το μέγεθος, την υπερμικροσκοπική δομή και τη βιοχημική… … Dictionary of Greek